- ὑδροδόχος
- ὑδρο-δόχος, ον,A containing water, φύσις ὑμενώδης ὑ., of the foetus, Theol.Ar.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδροδόχος — και ὑδροδόκος, ον, ΜΑ 1. αυτός που περιέχει νερό ή αυτός που συγκρατεί το νερό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδροδόκοι (κατά τον Ησύχ.) «λάκκοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο) * + δόχος / δόκος (< δέχομαι), πρβλ. οἰνο δόκος, ξενοδόχος] … Dictionary of Greek
ὑδροδόχον — ὑδροδόχος containing water masc/fem acc sg ὑδροδόχος containing water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροδόχων — ὑδροδόχος containing water masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροδόχῳ — ὑδροδόχος containing water masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδροδοχείο — το / ὑδροδοχεῑον, ΝΜΑ [ὑδροδόχος] δοχείο νερού νεοελλ. μικρό φορητό δοχείο νερού, το οποίο χρησιμοποιούν στρατιώτες, κυνηγοί, εκδρομείς κ.ά., κν. παγούρι … Dictionary of Greek
υδροδόκος — ον, Α βλ. ὑδροδόχος … Dictionary of Greek